γατομάτης, -α, -ικο

γατομάτης, -α, -ικο
αυτός που τα μάτια του είναι πονηρά σαν της γάτας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γατομάτης — α και ω και ισσα, ικο αυτός που έχει γατήσια μάτια ως προς το χρώμα ή την πονηριά και την περιέργεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”